Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle
Γ λ ω σ σ ά ρ ι ο αγγλικών & ελληνικών όρων Moodle με την ελληνική/αγγλική μετάφραση (και εναλλακτικές μεταφράσεις/αντιστοιχίσεις). (Προσοχή: προτιμάται η απόδοση της προστακτικής με απρόσωπες εκφράσεις. Π.χ. save --> αποθήκευση και όχι σώσε
ή αποθήκευσε.) Προσοχή, για να δείτε ή να κάνετε σχόλια πρέπει πρώτα να έχετε κάνει Εγγραφή στον ιστότοπο moodle.org, κατόπιν Σύνδεση στον λογαριασμό σας και τέλος Εγγραφή μέλους στην Ελληνική κοινότητα.
Ειδικά για λάθη σε ελληνικό πακέτο, παρακαλούμε στείλτε μήνυμα εδώ.
Currently sorted By last update descending Sort chronologically: By last update | By creation date
csvComma Separated Values text file: μορφότυπος αρχείου κειμένου τιμών διαχωρισμένων με κόμμα | ||
CSSCascading Style Sheets (:Διαδοχικά Φύλλα Στυλ, αλληλουχία φύλλων στυλ) | ||
cronjob | ||
cronεντολή χρονοπρογραμματισμού cron. | ||
credentials | ||
course unit | ||
course sectionτμήμα μαθήματος | ||
course moduleάρθρωμα μαθήματος, (δεν έχει αυτονομία) | ||
cource overviewεπισκόπηση μαθημάτων, επισκόπηση μαθήματος | ||
contextπλαίσιο, πλαίσιο (συμφραζομένων), (εννοιολογικό) πλαίσιο, πλαίσιο εφαρμογής, περιβ. πλαίσιο, (περιβάλλον) πλαίσιο, (γενικότερο) πλαίσιο, περιβάλλον, συμφραζόμενα, συγκείμενα | ||
containerπεριέκτης, κοντέινερ | ||
considerθεωρώ, μελετώ, εξετάζω | ||
connected learning | ||
connectσυνδέομαι | ||
confirmedεπιβεβαιωμένος | ||
configurationρυθμίσεις, σετ ρυθμίσεων, διαμόρφωση, διαρρύθμιση | ||
conditionσυνθήκη, προϋπόθεση, όρος | ||
componentστοιχείο, συνιστώσα, συστατικό, εξάρτημα, μέρος | ||
competency | ||
competenciesπροσόντα | ||
competences(ανταγωνιστικές) ικανότητες | ||
competence(ανταγωνιστική) ικανότητα | ||
committerεγκρίνων, εγκρίνων την υποβολή, εναποθέτης (στο αποθετήριο). | ||
commit transactionεκτέλεση συναλλαγής | ||
commitαποδοχή, αποδοχή υποβολής, Προς αποθετήριο, εναποθέτω (στο αποθετήριο). | ||
collateσύστημα (ταξινόμησης), τακτοποίηση (ταξινόμησης), τρόπος τακτοποίησης (συλλογής), επιλογές ταξινόμησης ή σειρά ταξινόμησης. | ||
cohortσύνολο χρηστών, σετ χρηστών, τμήμα/σώμα στρατού, λόχος στρατού, κοόρτη (: μονάδα ρωμαϊκού στρατού αποτελούμενη από έξι εκατονταρχίες, ίση με το ένα δέκατο της λεγεώνας). A cohort of people is a group who have something in common. Cohort is used especially when a group is being looked at as a whole for statistical purposes. | ||
cognitive (depth)βάθος κατανόησης | ||
cluster | ||
client–server modelμοντέλο αρχιτεκτονικής λογισμικού πελάτη-διακομιστή ή πελάτη-εξυπηρετητή | ||
clientλογισμικό πελάτης, πελάτης λογισμικού | ||
CLI | ||
class | ||
chooser | ||
chipφύλλο (ημιαγωγού), ολοκληρωμένο κύκλωμα (integrated circuit) | ||
checkbox | ||
CASCentral Authentication Service: Κεντρική υπηρεσία αυθεντικοποίησης | ||
cartridgeπακέτο, φυσίγγιο | ||
caption | ||
capacityδυναμικότητα (π.χ. χωρητικότητα) | ||
capabilityδυνατότητα | ||
callback functionσυνάρτηση επανάκλησης | ||
cachestoreαποθήκευση κρυφής μνήμης (cachestore) | ||
cache(αποθηκεύω σε) κρυφή μνήμη | ||
build-in | ||
buildεσωτερική έκδοση | ||
bufferενδιάμεση μνήμη, ενταμιευτής | ||
browserπεριηγητής, ιστοπλοηγός, πλοηγός ιστού, φυλλομετρητής, ιστοσελιδομετρητής, ιστοσελιδοκομιστής, ιστοκομιστής, ιστοπροβολέας, αναγνώστης ιστοσελίδων. browser=περιηγητής web browser=περιηγητής ιστού web browser program=πρόγραμμα περιήγησης ιστού web browser software=λογισμικό περιήγησης ιστού web browser application=εφαρμογή περιήγησης ιστού | ||
bookmark | ||
blog entryανάρτηση ιστολογίου | ||