cohort

σύνολο χρηστών, σετ χρηστών, τμήμα/σώμα στρατού, λόχος στρατού, κοόρτη (: μονάδα ρωμαϊκού στρατού αποτελούμενη από έξι εκατονταρχίες, ίση με το ένα δέκατο της λεγεώνας).

A cohort of people is a group who have something in common. Cohort is used especially when a group is being looked at as a whole for statistical purposes.

» Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle