Currently sorted By creation date descending Sort chronologically: By last update | By creation date change to ascending

Page: (Previous)   1  2  3  4  5  6  7  8  9  10  ...  17  (Next)
  ALL

live

ζωντανά, σε πραγματικό χρόνο, live

επόπτης

supervisor

επόπτης, επιτηρητής, επιστάτης, επιβλέπων

πλαίσιο ελέγχου

κουτάκι επιλογής

tick box

κουτάκι επιλογής, πλαίσιο επιλογής (πλαίσιο ελέγχου=check box)

check box

πλαίσιο ελέγχου

εκπαιδευόμενος

learner

εκπαιδευόμενος, μαθητευόμενος, μαθητής

σαρώνω

scan

σαρώνω, ανιχνεύω, σκανάρω, εξετάζω με τη σειρά

citation

παραπομπή, ετεροαναφορά, βιβλιογραφική αναφορά, μνεία, μνημόνευση

cross-reference

διασταυρούμενη παραπομπή, διαπαραπομπή, παραπομπή, διασταυρούμενη αναφορά, δια-αναφορά

προπαροχή

provisioning

provision

προπαροχή, προπαρέχω, προετοιμασία, προμήθεια, προμήθευση, έκδοση, παροχή,

provisioned=προπαρεχόμενος

provisioning=προπαροχή

προτροπή

prompt

προτροπή, προτρεπτικό, παρακίνηση, προτρέπω, παρακινώ.

parse

ανάλυση, συντακτική ανάλυση, ανάλυση/σάρωση, προσεκτική ανάλυση

Time Zones

Ζώνες ώρας

εκπαίδευση

education (παιδεία), teaching (διδασκαλία), training (κατάρτιση, προπόνηση), instruction (καθοδήγηση, οδηγίες)

σχηματομορφή

μοτίβο

pattern

pattern

μοτίβο, σχηματομορφή, πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, μορφή

σχεδιασμένος

planned

σχεδιασμένος, προγραμματισμένος

χρονοπρογραμματισμένος

scheduled

χρονοπρογραμματισμένος, -η, -ο, προγραμματισμένος, -η, -ο, χρονοδρομολογημένος, -η, -ο.

supervised learning

επιβλεπόμενη μάθηση, εποπτευόμενη μάθηση, επιτηρούμενη μάθηση

clue

ένδειξη, νύξη, στοιχείο, ίχνος, υπαινιγμός, υπόδειξη

flash cards

εκπαιδευτικές κάρτες, κάρτες διδασκαλίας, κάρτες φλας, κάρτες flash

tertial

τετράμηνο, το 1/3 του έτους.

learning path

μαθησιακό μονοπάτι, μαθησιακή διαδρομή, μαθησιακή πορεία, γραμμή μάθησης

breadcrumb

δυναμική διαδρομή, δυναμικό μονοπάτι, γραμμή με ψίχουλα

μονοπάτι

path

διαδρομή

route

διαδρομή

επίλυση

resolve

discussion

διασύνδεση

interconnection

διεπαφή

trust

καταπίστευμα, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι

fund

ταμείο, κεφάλαιο

ακατάλληλος

proper

κατάλληλος

improper

ανάρμοστος

inappropriate

ανάρμοστος, απρεπής, ακατάλληλος

unexpected

μη αναμενόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχος


Page: (Previous)   1  2  3  4  5  6  7  8  9  10  ...  17  (Next)
  ALL