provision

προπαροχή, προπαρέχω, προετοιμασία, προμήθεια, προμήθευση, έκδοση, παροχή,

provisioned=προπαρεχόμενος

provisioning=προπαροχή

» Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle