overridden

παρακάμπτομαι, υπερκαλύπτομαι, έχω υπερκαλυφθεί, επικαλύπτομαι, έχει επικαλυφθεί, υπερβαίνομαι, έχει υπερτεθεί, υπερισχύομαι, καταπατούμαι/καταπατιέμαι

» Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle