tick

τικάρω, τικάρισμα, τσεκάρω (check;), τσεκάρισμα, επιλέγω (πλαίσιο επιλογής), (βάζω) σημαδάκι (αποδοχής).

» Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle