Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle
Γ λ ω σ σ ά ρ ι ο αγγλικών & ελληνικών όρων Moodle με την ελληνική/αγγλική μετάφραση (και εναλλακτικές μεταφράσεις/αντιστοιχίσεις). (Προσοχή: προτιμάται η απόδοση της προστακτικής με απρόσωπες εκφράσεις. Π.χ. save --> αποθήκευση και όχι σώσε
ή αποθήκευσε.) Προσοχή, για να δείτε ή να κάνετε σχόλια πρέπει πρώτα να έχετε κάνει Εγγραφή στον ιστότοπο moodle.org, κατόπιν Σύνδεση στον λογαριασμό σας και τέλος Εγγραφή μέλους στην Ελληνική κοινότητα.
Ειδικά για λάθη σε ελληνικό πακέτο, παρακαλούμε στείλτε μήνυμα εδώ.
Special | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | ALL
DashboardΤαμπλό. «Η αρχική μου», «Αρχική χρήστη» | ||
Data Protection OfficerΥπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων , Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) | ||
datagramαυτοδύναμο πακέτο, δεδομενόγραμμα | ||
datasetσύνολο δεδομένων, σετ δεδομένων | ||
deadlineκαταληκτική ημερομηνία | ||
deallocateακύρωση εκχώρησης, απεκχωρώ, αποκαταχωρίζω, ακυρώνω καταχώριση, ματαιώνω καταχωρισμό, ακυρώνω ανάθεση/διάθεση, καταργώ καταμερισμό | ||
decimal placesδεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις, δεκαδικά | ||
decimal pointυποδιαστολή, κόμμα | ||
decimal pointsδεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις The term "decimal point" properly refers only to those signs marking the boundary between integer and decimal numbers with a point. For convenience, it is also used to speak of marks serving a similar function in other cultures. The use of "decimal point" to mean "one of the digits in the fractional part of a decimal" is, however, typically taken to be mistaken. [from en.wiktionary decimal point] | ||
declineάρνηση, απόρριψη, μη αποδοχή συνώνυμα: refuse, reject, deny | ||
default | ||
delimiterdelimiter (character): οριοθέτης, χαρακτήρας οριοθέτησης, διαχωριστής, διαχωριστικός χαρακτήρας | ||
deployπαρατάσσω, εγκαθιστώ/ετοιμάζω για χρήση, κάνω εγκατάσταση/χρήση, εγκαθιστώ σε εξυπηρετητή ιστού, αναπτύσσω, εξαπλώνω, κάνω διαθέσιμο, εγκαθιστώ για συγκεκριμένη χρήση, εφαρμόζω αλλαγές σε λογισμικό | ||
deprecated | ||
dictionary | ||
dictionary entryλήμμα λεξικού | ||
digest | ||
disable | ||
discriminationδιάκριση, διάκριση (γενικά), κακή διάκριση, κακοδιάκριση, υπερδιάκριση (υπερβολική), άστοχη διάκριση (εκεί που δεν υπάρχει λόγος), έλλειψη (σωστής) διάκρισης. | ||
discussion | ||
distinguishedδιακεκριμένος | ||
distributeκατανέμω, διανέμω | ||
DNSDNS, Domain Name System (Σύστημα Ονομάτων Τομέων ή Χώρων ή Περιοχών) | ||
dockπλευρική ελαχιστοποίηση | ||
domainτομέας (διευθύνσεων Διαδικτύου) | ||
downloadλήψη, κατέβασμα | ||
downloadableΜπορεί να ληφθεί, που μπορεί να κατεβεί, μπορεί να κατεβαστεί, κατωφορτώσιμο, καταφορτώσιμο. | ||
draftπροσχέδιο, πρόχειρο σχέδιο, πρόχειρο | ||
dragμεταφορά | ||
drag itemμεταφέρσιμο στοιχείο, μεταφερτό στοιχείο, στοιχείο προς απόθεση, μεταφέρσιμο αντικείμενο, μεταφερτό αντικείμενο, αντικείμενο προς απόθεση, στοιχείο με δυνατότητα μεταφοράς και απόθεσης. (και draggable item) | ||
draggableμεταφέρσιμος, με δυνατότητα μεταφοράς (και drag item) | ||
dragging and droppingμεταφορά και απόθεση | ||
dropαπόρριψη, απόθεση | ||
drop down | ||
drop-downπτυσσόμενος, -η, -ο, αναπτυσσόμενος, -η, -ο, αναδυόμενος, -η, -ο, αναδιπλούμενος, -η, -ο | ||
dropdown | ||
DSNόνομα προέλευσης δεδομένων (DSN: Data Source Name) | ||
dueοφειλόμενος | ||