Currently sorted By last update descending Sort chronologically: By last update change to ascending | By creation date

Page: (Previous)   1  ...  5  6  7  8  9  10  11  12  13  14  ...  17  (Next)
  ALL

blog

block

μπλοκ, (συστατικό πλαίσιο), τουβλάκι, δομοστοιχείο, πλοκάδα, οικοδομικό τετράγωνο, συγκρότημα, φραγή

batch

δέσμη (εντολών ή ενεργειών), μαζικός

badge

διακριτικό, κονκάρδα, σήμα, βραβείο

backup

backpack

σακίδιο πλάτης

backend

υποστήριξη λειτουργίας,

π.χ. backend server = εξυπηρετητής υποστήριξης (λειτουργίας).

available to

authenticate

αυθεντικοποίηση, πιστοποίηση επαλήθευσης ταυτότητας (identity verification certification)

Attribution

Αναφορά Δημιουργού (BY)

(~ Licence: Άδεια με Αναφορά Δημιουργού)

attribute

ιδιοχαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό, απόδοση ιδιοχαρακτηριστικού, αποδίδω χαρακτηριστικό

attempt

attachments

associate

assignment

εργασία (που έχει ανατεθεί), θέμα εργασίας

assign role

ανάθεση ρόλου, εκχώρηση ρόλου, απόδοση ρόλου

assessment

αξιολόγηση

Are you sure you want to

Είστε βέβαιοι ότι θέλετε να, Σίγουρα θέλετε να, Σίγουρα να.

archive

αρχειοθήκη, αρχείο συμπίεσης, αρχείο

apply copy

Προς υποβολή (αντιγράφου)

apply

εφαρμογή

applet

μικροεφαρμογή, εφαρμογίδιο, μικρή εφαρμογή, εφαρμογούλα, προγραμματάκι

APC

Alternative PHP Cache (Εναλλακτική κρυφή μνήμη PHP) (a framework that caches the output of the PHP bytecode compiler in shared memory)

antivirus

αντι-ιικός, αντι-ιϊκός, αντιιικός, κατά των ιών, λογισμικό προστασίας από ιούς


answer

announcement

allocate

εκχωρώ, καταχωρίζω, διαθέτω, αναθέτω, διανέμω, κατανέμω, καταμερίζω

agreed

aggregate

agent

πράκτορας, πράκτορας λογισμικού, πρακτορεύων πελάτης λογισμικού

age of consent

ηλικία συγκατάθεσης

against which

σε σχέση με τον οποίο, έναντι του οποίου, σύμφωνα με το οποίο

advanced

προχωρημένος, σύνθετος

addon

additional

επιπρόσθετος, πρόσθετος, επιπλέον

add-on

πρόσθετο

activity

active

σε δράση, εν δράσει, ενεργός(-ή,-ό), ενεργοποιημένος

activate

δραστηριοποίηση, δραστηριοποίησε

accumulative

αθροιστικός, -ή, -ό, σωρευτικός, -ή, -ό

accumulated

accessed

προσπελασμένος, που τους έγινε πρόσβαση, επισκευθέν, επισκευθέντα, αναγνωσμένος.

προσβάσιμα

accepted

δεκτή, έγκριση

ability

time-splitting

διαίρεση χρόνου

επιγραμμικός

πτυσσόμενο

ιδιωτικά

private

προσωπικά

personal

private data

ιδιωτικά δεδομένα


Page: (Previous)   1  ...  5  6  7  8  9  10  11  12  13  14  ...  17  (Next)
  ALL