Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle
Γ λ ω σ σ ά ρ ι ο αγγλικών & ελληνικών όρων Moodle με την ελληνική/αγγλική μετάφραση (και εναλλακτικές μεταφράσεις/αντιστοιχίσεις). (Προσοχή: προτιμάται η απόδοση της προστακτικής με απρόσωπες εκφράσεις. Π.χ. save --> αποθήκευση και όχι σώσε
ή αποθήκευσε.) Προσοχή, για να δείτε ή να κάνετε σχόλια πρέπει πρώτα να έχετε κάνει Εγγραφή στον ιστότοπο moodle.org, κατόπιν Σύνδεση στον λογαριασμό σας και τέλος Εγγραφή μέλους στην Ελληνική κοινότητα.
Ειδικά για λάθη σε ελληνικό πακέτο, παρακαλούμε στείλτε μήνυμα εδώ.
Currently sorted By last update descending Sort chronologically: By last update | By creation date
blog | ||
block | ||
batchδέσμη (εντολών ή ενεργειών), μαζικός | ||
badgeδιακριτικό, κονκάρδα, σήμα, βραβείο | ||
backup | ||
backpackσακίδιο πλάτης | ||
backendυποστήριξη λειτουργίας, π.χ. backend server = εξυπηρετητής υποστήριξης (λειτουργίας). | ||
available toδιαθέσιμο μέχρι | ||
authenticateαυθεντικοποίηση, πιστοποίηση επαλήθευσης ταυτότητας (identity verification certification) | ||
AttributionΑναφορά Δημιουργού (BY) (~ Licence: Άδεια με Αναφορά Δημιουργού) | ||
attributeιδιοχαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό, απόδοση ιδιοχαρακτηριστικού, αποδίδω χαρακτηριστικό | ||
attempt | ||
attachments | ||
associate | ||
assignmentεργασία (που έχει ανατεθεί), θέμα εργασίας | ||
assign roleανάθεση ρόλου, εκχώρηση ρόλου, απόδοση ρόλου | ||
assessmentαξιολόγηση | ||
Are you sure you want toΕίστε βέβαιοι ότι θέλετε να, Σίγουρα θέλετε να, Σίγουρα να. | ||
archiveαρχειοθήκη, αρχείο συμπίεσης, αρχείο | ||
apply copyΠρος υποβολή (αντιγράφου) | ||
applyεφαρμογή | ||
appletμικροεφαρμογή, εφαρμογίδιο, μικρή εφαρμογή, εφαρμογούλα, προγραμματάκι | ||
APC | ||
antivirusαντι-ιικός, αντι-ιϊκός, αντιιικός, κατά των ιών, λογισμικό προστασίας από ιούς | ||
answer | ||
announcement | ||
allocateεκχωρώ, καταχωρίζω, διαθέτω, αναθέτω, διανέμω, κατανέμω, καταμερίζω | ||
agreed | ||
aggregate | ||
agentπράκτορας, πράκτορας λογισμικού, πρακτορεύων πελάτης λογισμικού | ||
age of consentηλικία συγκατάθεσης | ||
against whichσε σχέση με τον οποίο, έναντι του οποίου, σύμφωνα με το οποίο | ||
advancedπροχωρημένος, σύνθετος | ||
addon | ||
additionalεπιπρόσθετος, πρόσθετος, επιπλέον | ||
add-onπρόσθετο | ||
activity | ||
active | ||
activateδραστηριοποίηση, δραστηριοποίησε | ||
accumulativeαθροιστικός, -ή, -ό, σωρευτικός, -ή, -ό | ||
accumulated | ||
accessedπροσπελασμένος, που τους έγινε πρόσβαση, επισκευθέν, επισκευθέντα, αναγνωσμένος. προσβάσιμα | ||
acceptedδεκτή, έγκριση | ||
ability | ||
time-splittingδιαίρεση χρόνου | ||
επιγραμμικός | ||
πτυσσόμενο | ||
ιδιωτικάprivate | ||
προσωπικάpersonal | ||
private dataιδιωτικά δεδομένα | ||