Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle
Γ λ ω σ σ ά ρ ι ο αγγλικών & ελληνικών όρων Moodle με την ελληνική/αγγλική μετάφραση (και εναλλακτικές μεταφράσεις/αντιστοιχίσεις). (Προσοχή: προτιμάται η απόδοση της προστακτικής με απρόσωπες εκφράσεις. Π.χ. save --> αποθήκευση και όχι σώσε
ή αποθήκευσε.) Προσοχή, για να δείτε ή να κάνετε σχόλια πρέπει πρώτα να έχετε κάνει Εγγραφή στον ιστότοπο moodle.org, κατόπιν Σύνδεση στον λογαριασμό σας και τέλος Εγγραφή μέλους στην Ελληνική κοινότητα.
Ειδικά για λάθη σε ελληνικό πακέτο, παρακαλούμε στείλτε μήνυμα εδώ.
Currently sorted By last update descending Sort chronologically: By last update | By creation date
existingυπάρχων, υφιστάμενος | ||
evidenceαποδεικτικό | ||
evaluateαποτιμώ, αξιολογώ | ||
entryκαταχώρηση | ||
endorseυποστηρίζω επίσημα, υποστηρίζω (επίσημα), υποστηρίζω | ||
enable | ||
emptyκενός | ||
emotion | ||
emoticon | ||
embedded | ||
efficiency | ||
effectiveness | ||
earnκερδίζω | ||
checklistλίστα επιλογής | ||
collapse | ||
εκπρόθεσμο | ||
DSNόνομα προέλευσης δεδομένων (DSN: Data Source Name) | ||
dropdown | ||
drop-downπτυσσόμενος, -η, -ο, αναπτυσσόμενος, -η, -ο, αναδυόμενος, -η, -ο, αναδιπλούμενος, -η, -ο | ||
drop down | ||
dropαπόρριψη, απόθεση | ||
dragging and droppingμεταφορά και απόθεση | ||
draggableμεταφέρσιμος, με δυνατότητα μεταφοράς (και drag item) | ||
drag itemμεταφέρσιμο στοιχείο, μεταφερτό στοιχείο, στοιχείο προς απόθεση, μεταφέρσιμο αντικείμενο, μεταφερτό αντικείμενο, αντικείμενο προς απόθεση, στοιχείο με δυνατότητα μεταφοράς και απόθεσης. (και draggable item) | ||
dragμεταφορά | ||
draftπροσχέδιο, πρόχειρο σχέδιο, πρόχειρο | ||
downloadableΜπορεί να ληφθεί, που μπορεί να κατεβεί, μπορεί να κατεβαστεί, κατωφορτώσιμο, καταφορτώσιμο. | ||
downloadλήψη, κατέβασμα | ||
domainτομέας (διευθύνσεων Διαδικτύου) | ||
dockπλευρική ελαχιστοποίηση | ||
distributeκατανέμω, διανέμω | ||
distinguishedδιακεκριμένος | ||
disableαπενεργοποιώ | ||
dictionary entryλήμμα λεξικού | ||
dictionary | ||
deprecated | ||
delimiterdelimiter (character): οριοθέτης, χαρακτήρας οριοθέτησης, διαχωριστής, διαχωριστικός χαρακτήρας | ||
declineάρνηση, απόρριψη, μη αποδοχή συνώνυμα: refuse, reject, deny | ||
decimal pointsδεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις The term "decimal point" properly refers only to those signs marking the boundary between integer and decimal numbers with a point. For convenience, it is also used to speak of marks serving a similar function in other cultures. The use of "decimal point" to mean "one of the digits in the fractional part of a decimal" is, however, typically taken to be mistaken. [from en.wiktionary decimal point] | ||
decimal pointυποδιαστολή, κόμμα | ||
decimal placesδεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις, δεκαδικά | ||
deallocateακύρωση εκχώρησης, απεκχωρώ, αποκαταχωρίζω, ακυρώνω καταχώριση, ματαιώνω καταχωρισμό, ακυρώνω ανάθεση/διάθεση, καταργώ καταμερισμό | ||
deadlineκαταληκτική ημερομηνία | ||
datasetσύνολο δεδομένων, σετ δεδομένων | ||
datagramαυτοδύναμο πακέτο, δεδομενόγραμμα | ||
DashboardΤαμπλό. «Η αρχική μου», «Αρχική χρήστη» | ||
customizationπροσαρμογή | ||
customised | ||
customπροσαρμοσμένος | ||