Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle
Γ λ ω σ σ ά ρ ι ο αγγλικών & ελληνικών όρων Moodle με την ελληνική/αγγλική μετάφραση (και εναλλακτικές μεταφράσεις/αντιστοιχίσεις). (Προσοχή: προτιμάται η απόδοση της προστακτικής με απρόσωπες εκφράσεις. Π.χ. save --> αποθήκευση και όχι σώσε
ή αποθήκευσε.) Προσοχή, για να δείτε ή να κάνετε σχόλια πρέπει πρώτα να έχετε κάνει Εγγραφή στον ιστότοπο moodle.org, κατόπιν Σύνδεση στον λογαριασμό σας και τέλος Εγγραφή μέλους στην Ελληνική κοινότητα.
Ειδικά για λάθη σε ελληνικό πακέτο, παρακαλούμε στείλτε μήνυμα εδώ.
Special | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | ALL
backendυποστήριξη λειτουργίας, π.χ. backend server = εξυπηρετητής υποστήριξης (λειτουργίας). | ||
background | ||
backpackσακίδιο πλάτης | ||
backup | ||
badgeδιακριτικό, κονκάρδα, σήμα, βραβείο | ||
bannerπανό, (διαφημιστικό) πανό (ιστοτόπου), διαφημιστικό πλαίσιο, εικόνα προώθησης | ||
batchδέσμη (εντολών ή ενεργειών), μαζικός | ||
be processedυπόκειμαι σε επεξεργασία | ||
bindδέσμευση, δεσμεύω, πρόσδεση, προσδένω, διάδεση, διαδένω, σύνδεση, συνδέω | ||
blockμπλοκ, (συστατικό πλαίσιο), τουβλάκι, δομοστοιχείο, πλοκάδα, οικοδομικό τετράγωνο, συγκρότημα, φραγή | ||
blockquoteμπλοκ παράθεσης, μπλοκ παράθεσης (κατά λέξη), πλαισιωμένο παράθεμα | ||
blog | ||
blog entryανάρτηση ιστολογίου | ||
bookmark | ||
border | ||
breadcrumb | ||
browserπεριηγητής, ιστοπλοηγός, πλοηγός ιστού, φυλλομετρητής, ιστοσελιδομετρητής, ιστοσελιδοκομιστής, ιστοκομιστής, ιστοπροβολέας, αναγνώστης ιστοσελίδων. browser=περιηγητής web browser=περιηγητής ιστού web browser program=πρόγραμμα περιήγησης ιστού web browser software=λογισμικό περιήγησης ιστού web browser application=εφαρμογή περιήγησης ιστού | ||
bufferενδιάμεση μνήμη, ενταμιευτής | ||
buildεσωτερική έκδοση | ||
build-in | ||
cache(αποθηκεύω σε) κρυφή μνήμη | ||
cachestoreαποθήκευση κρυφής μνήμης (cachestore) | ||
calendar | ||
callback functionσυνάρτηση επανάκλησης | ||
capabilityδυνατότητα | ||
capacityδυναμικότητα (π.χ. χωρητικότητα) | ||
caption | ||
captureσύλληψη, αρπάζω, αιχμαλωτίζω | ||
carouselκυκλική εναλλαγή, καρουζέλ, παιχνίδι με περιστρεφόμενα αλογάκια, περιστρεφόμενα σε λούνα πάρκ | ||
cartridgeπακέτο, φυσίγγιο | ||
CASCentral Authentication Service: Κεντρική υπηρεσία αυθεντικοποίησης | ||
cascadeδιαδοχική επικάλυψη | ||
chatσυνομιλία, κουβεντούλα | ||
check box | ||
checkboxπλαίσιο ελέγχου | ||
checklistλίστα επιλογής | ||
chipφύλλο (ημιαγωγού), ολοκληρωμένο κύκλωμα (integrated circuit) | ||
chooser | ||
citation | ||
class | ||
CLI | ||
clientλογισμικό πελάτης, πελάτης λογισμικού | ||
client–server modelμοντέλο αρχιτεκτονικής λογισμικού πελάτη-διακομιστή ή πελάτη-εξυπηρετητή | ||
cloze testτεστ ολοκλήρωσης κενών, τεστ συμπλήρωσης κενών, δοκιμασία ολοκλήρωσης κενών, δοκιμασία πλήρωσης κενών | ||
clue | ||
cluster | ||
cognitive (depth)βάθος κατανόησης | ||
cohortσύνολο χρηστών, σετ χρηστών, τμήμα/σώμα στρατού, λόχος στρατού, κοόρτη (: μονάδα ρωμαϊκού στρατού αποτελούμενη από έξι εκατονταρχίες, ίση με το ένα δέκατο της λεγεώνας). A cohort of people is a group who have something in common. Cohort is used especially when a group is being looked at as a whole for statistical purposes. | ||
collapse | ||