Currently sorted By last update ascending Sort chronologically: By last update change to descending | By creation date

Page: (Previous)   1  ...  4  5  6  7  8  9  10  11  12  13  ...  17  (Next)
  ALL

cluster

cognitive (depth)

βάθος κατανόησης

cohort

σύνολο χρηστών, σετ χρηστών, τμήμα/σώμα στρατού, λόχος στρατού, κοόρτη (: μονάδα ρωμαϊκού στρατού αποτελούμενη από έξι εκατονταρχίες, ίση με το ένα δέκατο της λεγεώνας).

A cohort of people is a group who have something in common. Cohort is used especially when a group is being looked at as a whole for statistical purposes.

collate

σύστημα (ταξινόμησης), τακτοποίηση (ταξινόμησης), τρόπος τακτοποίησης (συλλογής), επιλογές ταξινόμησης ή σειρά ταξινόμησης.

commit

αποδοχή, αποδοχή υποβολής, Προς αποθετήριο, εναποθέτω (στο αποθετήριο).

commit transaction

εκτέλεση συναλλαγής

committer

εγκρίνων, εγκρίνων την υποβολή, εναποθέτης (στο αποθετήριο).

competence

(ανταγωνιστική) ικανότητα

competences

(ανταγωνιστικές) ικανότητες

competencies

competency

προσόν

component

στοιχείο, συνιστώσα, συστατικό, εξάρτημα, μέρος

condition

συνθήκη, προϋπόθεση, όρος

configuration

ρυθμίσεις, σετ ρυθμίσεων, διαμόρφωση, διαρρύθμιση

confirmed

επιβεβαιωμένος

connect

συνδέομαι

connected learning

συνδεδεµένη µάθηση

connected way of learning: συνδεδεμένος τρόπος μάθησης


consider

θεωρώ, μελετώ, εξετάζω

container

περιέκτης, κοντέινερ

context

πλαίσιο, πλαίσιο (συμφραζομένων), (εννοιολογικό) πλαίσιο, πλαίσιο εφαρμογής, περιβ. πλαίσιο, (περιβάλλον) πλαίσιο, (γενικότερο) πλαίσιο, περιβάλλον, συμφραζόμενα, συγκείμενα

cource overview

επισκόπηση μαθημάτων, επισκόπηση μαθήματος

course module

άρθρωμα μαθήματος, (δεν έχει αυτονομία)

course section

τμήμα μαθήματος

course unit

ενότητα μαθήματος, μονάδα (στοιχειώδης) μαθήματος (έχει αυτονομία).

credentials

cron

εντολή χρονοπρογραμματισμού cron.

cronjob

χρονο-προγραμματισμένη μέσω της εντολής cron εργασία.

CSS

Cascading Style Sheets (:Διαδοχικά Φύλλα Στυλ, αλληλουχία φύλλων στυλ)

csv

Comma Separated Values text file: μορφότυπος αρχείου κειμένου τιμών διαχωρισμένων με κόμμα

custom

customised

προσαρμοσμένος

customization

προσαρμογή

Dashboard

Ταμπλό.

«Η αρχική μου», «Αρχική χρήστη»

datagram

αυτοδύναμο πακέτο, δεδομενόγραμμα

dataset

σύνολο δεδομένων, σετ δεδομένων

deadline

καταληκτική ημερομηνία

deallocate

ακύρωση εκχώρησης, απεκχωρώ, αποκαταχωρίζω, ακυρώνω καταχώριση, ματαιώνω καταχωρισμό, ακυρώνω ανάθεση/διάθεση, καταργώ καταμερισμό

decimal places

δεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις, δεκαδικά

decimal point

υποδιαστολή, κόμμα

decimal points

δεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις


The term "decimal point" properly refers only to those signs marking the boundary between integer and decimal numbers with a point. For convenience, it is also used to speak of marks serving a similar function in other cultures. The use of "decimal point" to mean "one of the digits in the fractional part of a decimal" is, however, typically taken to be mistaken. [from en.wiktionary decimal point]


decline

άρνηση, απόρριψη, μη αποδοχή

συνώνυμα: refuse, reject, deny

delimiter

delimiter (character): οριοθέτης, χαρακτήρας οριοθέτησης, διαχωριστής, διαχωριστικός χαρακτήρας

deprecated

παρωχημένος, αποδοκιμαζόμενος, υπό απόσυρση, ξεπερασμένος, απαρχαιούμενος, απαρχαιωμένος

dictionary

dictionary entry

λήμμα λεξικού


disable

distinguished

διακεκριμένος

distribute

κατανέμω, διανέμω

dock

πλευρική ελαχιστοποίηση

domain

τομέας (διευθύνσεων Διαδικτύου)



Page: (Previous)   1  ...  4  5  6  7  8  9  10  11  12  13  ...  17  (Next)
  ALL