Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle
Γ λ ω σ σ ά ρ ι ο αγγλικών & ελληνικών όρων Moodle με την ελληνική/αγγλική μετάφραση (και εναλλακτικές μεταφράσεις/αντιστοιχίσεις). (Προσοχή: προτιμάται η απόδοση της προστακτικής με απρόσωπες εκφράσεις. Π.χ. save --> αποθήκευση και όχι σώσε
ή αποθήκευσε.) Προσοχή, για να δείτε ή να κάνετε σχόλια πρέπει πρώτα να έχετε κάνει Εγγραφή στον ιστότοπο moodle.org, κατόπιν Σύνδεση στον λογαριασμό σας και τέλος Εγγραφή μέλους στην Ελληνική κοινότητα.
Ειδικά για λάθη σε ελληνικό πακέτο, παρακαλούμε στείλτε μήνυμα εδώ.
Currently sorted By creation date descending Sort chronologically: By last update | By creation date
webinarιστοσεμινάριο, διαδικτυακό σεμινάριο | ||
δομή | ||
structure | ||
πληθοπορισμός | ||
crowdsourcing | ||
πληθοχρηματοδότηση | ||
crowdfundingπληθοχρηματοδότηση, χρηματοδότηση από το πλήθος | ||
τικάρω | ||
χρονικό όριο | ||
σχεδιότυπο | ||
ζήτημα | ||
issueζήτημα, πρόβλημα, θέμα | ||
preventπαρεμπόδιση, παρεμποδίζω, εμποδίζω, αποτροπή, αποφυγή | ||
launchεκκίνηση | ||
carouselκυκλική εναλλαγή, καρουζέλ, παιχνίδι με περιστρεφόμενα αλογάκια, περιστρεφόμενα σε λούνα πάρκ | ||
επισημαίνω | ||
επισήμανσηmark | ||
σημαιοδοτώ | ||
σημαιοδότησηflag | ||
streamσυνεχής ροή πολυμέσου, συνεχής ροή, ροή πολυμέσου | ||
σύλληψη | ||
captureσύλληψη, αρπάζω, αιχμαλωτίζω | ||
renderτρόπος απόδοσης, τρόπος εμφάνισης | ||
journalχρονικό υποβολών, χρονικό, επίσημο ημερολόγιο, ημερολόγιο, εφημερίδα, περιοδικό, χρονολόγιο | ||
ημερολόγιο | ||
calendarημερολόγιο | ||
newsletterενημερωτικό δελτίο | ||
fallbackεφεδρικός, υποκατάσταστο, εναλλακτικός, μετάπτωση | ||
διαδικασίαprocess, procedure | ||
περιθώριο | ||
margin | ||
cascadeδιαδοχική επικάλυψη | ||
επιδιορθωτής | ||
solverεπιδιορθωτής, διορθωτής, λύτης, επιλύτης | ||
ticketδελτίο, εισητήριο | ||
objective | ||
faviconαγαπ.εικονίδιο, εικονιδιάκι, εικονίδιο ιστοσελίδας, εικονίδιο ιστοτόπου, αγαπημένο εικονίδιο, δημοφιλές εικονίδιο, εικονιδιάκι ιστοτόπου, εικονίτσα ιστοσελίδας στον περιηγητή | ||
convertedμετατραπείς, μετατρεμμένος, μετατετραμμένος, παραχθείς από μετατροπή, μεταποιημένος | ||
convertμετατρέπω | ||
persistπαραμένω | ||
εμμένων | ||
persistent | ||
μόνιμος | ||
permanentμόνιμος | ||
στοίχιση | ||
adjust | ||
ρύθμιση/προσαρμογή | ||
μικρορύθμισηfine tuning | ||
ρύθμισηsetting, adjustment | ||
legend | ||