Thursday, 28 March 2024, 9:47 PM
Site: Moodle - Open-source learning platform | Moodle.org
Course: Moodle in Greece (Greece)
Glossary: Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle
IDαναγνωριστικό, ID, κωδικός |
ID numberαριθμός αναγνωριστικού, αναγνωριστικός αριθμός |
identification numberαριθμός αναγνώρισης |
identity numberαριθμός ταυτότητας |
illegalανεπίτρεπτος, αντικανονικός, παράτυπος, παράνομος, |
improperακατάλληλος |
IMS CPΠακέτο (εκπαιδευτικού) περιεχομένου της IMS |
inactivatingκατάργηση, τερματισμός εφαρμογής, λήξη εφαρμογής, παύση ισχύος, απενεργοποίηση |
inappropriateανάρμοστος, απρεπής, ακατάλληλος |
incompleteανολοκλήρωτη, ημιτελής |
indexευρετήριο, ευρετηριάζω, δείκτης, δεικτοδοτώ |
indicateδείχνω, υποδεικνύω, υποδηλώνω, σηματοδοτώ |
indicatorδείκτης, ένδειξη, ενδείκτης |
individualιδιαίτερος, διαφορετικός, ξεχωριστός, ατομικός, προσωπικός |
Individual Portfolio of Competenceπροσωπικός φάκελος προσόντων [Απασχόληση, Παιδεία] |
informπληροφορώ, ειδοποιώ |
inline |
insightενόραση, διόραση, πρόβλεψη, μαντεψιά, πιθανολόγηση με βάση συμπέρασμα στατιστικής ανάλυσης |
instanceστιγμιότυπο |
interconnectionδιασύνδεση |
interfaceδιεπαφή, διασύνδεση |
interpreterδιερμηνέας |
InterProcess Communication, IPCΔιαδιεργασιακή επικοινωνία |
invalidμη έγκυρος, άκυρος |
irregularαντικανονικός, ακανόνιστος, παράτυπος |
issueζήτημα, πρόβλημα, θέμα |