Friday, 19 April 2024, 2:29 AM
Site: Moodle - Open-source learning platform | Moodle.org
Course: Moodle in Greece (Greece)
Glossary: Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle

Dashboard

Ταμπλό.

«Η αρχική μου», «Αρχική χρήστη»

Data Protection Officer

Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων , Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO)

datagram

αυτοδύναμο πακέτο, δεδομενόγραμμα

dataset

σύνολο δεδομένων, σετ δεδομένων

deadline

καταληκτική ημερομηνία

deallocate

ακύρωση εκχώρησης, απεκχωρώ, αποκαταχωρίζω, ακυρώνω καταχώριση, ματαιώνω καταχωρισμό, ακυρώνω ανάθεση/διάθεση, καταργώ καταμερισμό

decimal places

δεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις, δεκαδικά

decimal point

υποδιαστολή, κόμμα

decimal points

δεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις


The term "decimal point" properly refers only to those signs marking the boundary between integer and decimal numbers with a point. For convenience, it is also used to speak of marks serving a similar function in other cultures. The use of "decimal point" to mean "one of the digits in the fractional part of a decimal" is, however, typically taken to be mistaken. [from en.wiktionary decimal point]


decline

άρνηση, απόρριψη, μη αποδοχή

συνώνυμα: refuse, reject, deny

default

προεπιλογή, προεπιλεγμένος,-η,-ο, εξορισμού (τιμή), αρχική (τιμή)


delimiter

delimiter (character): οριοθέτης, χαρακτήρας οριοθέτησης, διαχωριστής, διαχωριστικός χαρακτήρας

deploy

παρατάσσω, εγκαθιστώ/ετοιμάζω για χρήση, κάνω εγκατάσταση/χρήση, εγκαθιστώ σε εξυπηρετητή ιστού, αναπτύσσω, εξαπλώνω, κάνω διαθέσιμο, εγκαθιστώ για συγκεκριμένη χρήση, εφαρμόζω αλλαγές σε λογισμικό

deprecated

παρωχημένος, αποδοκιμαζόμενος, υπό απόσυρση, ξεπερασμένος, απαρχαιούμενος, απαρχαιωμένος

dictionary

λεξικό

dictionary entry

λήμμα λεξικού


digest

σύνοψη

disable

απενεργοποιώ


discrimination

διάκριση, διάκριση (γενικά), κακή διάκριση, κακοδιάκριση, υπερδιάκριση (υπερβολική), άστοχη διάκριση (εκεί που δεν υπάρχει λόγος), έλλειψη (σωστής) διάκρισης.

discussion

συζήτηση

distinguished

διακεκριμένος

distribute

κατανέμω, διανέμω

DNS

DNS, Domain Name System (Σύστημα Ονομάτων Τομέων ή Χώρων ή Περιοχών)

dock

πλευρική ελαχιστοποίηση

domain

τομέας (διευθύνσεων Διαδικτύου)


download

λήψη, κατέβασμα

downloadable

Μπορεί να ληφθεί, που μπορεί να κατεβεί, μπορεί να κατεβαστεί, κατωφορτώσιμο, καταφορτώσιμο.

draft

προσχέδιο, πρόχειρο σχέδιο, πρόχειρο

drag

μεταφορά

drag item

μεταφέρσιμο στοιχείο, μεταφερτό στοιχείο, στοιχείο προς απόθεση, μεταφέρσιμο αντικείμενο, μεταφερτό αντικείμενο, αντικείμενο προς απόθεση, στοιχείο με δυνατότητα μεταφοράς και απόθεσης.

(και draggable item)

draggable

μεταφέρσιμος, με δυνατότητα μεταφοράς

(και drag item)

dragging and dropping

μεταφορά και απόθεση


drop

απόρριψη, απόθεση

drop down

drop-down

drop-down

πτυσσόμενος, -η, -ο, αναπτυσσόμενος, -η, -ο, αναδυόμενος, -η, -ο, αναδιπλούμενος, -η, -ο

dropdown

DSN

όνομα προέλευσης δεδομένων (DSN: Data Source Name)


due

οφειλόμενος