DashboardΤαμπλό. «Η αρχική μου», «Αρχική χρήστη» |
Data Protection OfficerΥπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων , Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO) |
datagramαυτοδύναμο πακέτο, δεδομενόγραμμα |
datasetσύνολο δεδομένων, σετ δεδομένων |
deadlineκαταληκτική ημερομηνία |
deallocateακύρωση εκχώρησης, απεκχωρώ, αποκαταχωρίζω, ακυρώνω καταχώριση, ματαιώνω καταχωρισμό, ακυρώνω ανάθεση/διάθεση, καταργώ καταμερισμό |
decimal placesδεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις, δεκαδικά |
decimal pointυποδιαστολή, κόμμα |
decimal pointsδεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις The term "decimal point" properly refers only to those signs marking the boundary between integer and decimal numbers with a point. For convenience, it is also used to speak of marks serving a similar function in other cultures. The use of "decimal point" to mean "one of the digits in the fractional part of a decimal" is, however, typically taken to be mistaken. [from en.wiktionary decimal point] |
declineάρνηση, απόρριψη, μη αποδοχή συνώνυμα: refuse, reject, deny |
defaultπροεπιλογή, προεπιλεγμένος,-η,-ο, εξορισμού (τιμή), αρχική (τιμή) |
delimiterdelimiter (character): οριοθέτης, χαρακτήρας οριοθέτησης, διαχωριστής, διαχωριστικός χαρακτήρας |
deployπαρατάσσω, εγκαθιστώ/ετοιμάζω για χρήση, κάνω εγκατάσταση/χρήση, εγκαθιστώ σε εξυπηρετητή ιστού, αναπτύσσω, εξαπλώνω, κάνω διαθέσιμο, εγκαθιστώ για συγκεκριμένη χρήση, εφαρμόζω αλλαγές σε λογισμικό |
deprecatedπαρωχημένος, αποδοκιμαζόμενος, υπό απόσυρση, ξεπερασμένος, απαρχαιούμενος, απαρχαιωμένος |
dictionaryλεξικό |
dictionary entryλήμμα λεξικού |
digestσύνοψη |
disableαπενεργοποιώ |
discriminationδιάκριση, διάκριση (γενικά), κακή διάκριση, κακοδιάκριση, υπερδιάκριση (υπερβολική), άστοχη διάκριση (εκεί που δεν υπάρχει λόγος), έλλειψη (σωστής) διάκρισης. |
discussionσυζήτηση |
distinguishedδιακεκριμένος |
distributeκατανέμω, διανέμω |
DNSDNS, Domain Name System (Σύστημα Ονομάτων Τομέων ή Χώρων ή Περιοχών) |
dockπλευρική ελαχιστοποίηση |
domainτομέας (διευθύνσεων Διαδικτύου) |
downloadλήψη, κατέβασμα |
downloadableΜπορεί να ληφθεί, που μπορεί να κατεβεί, μπορεί να κατεβαστεί, κατωφορτώσιμο, καταφορτώσιμο. |
draftπροσχέδιο, πρόχειρο σχέδιο, πρόχειρο |
dragμεταφορά |
drag itemμεταφέρσιμο στοιχείο, μεταφερτό στοιχείο, στοιχείο προς απόθεση, μεταφέρσιμο αντικείμενο, μεταφερτό αντικείμενο, αντικείμενο προς απόθεση, στοιχείο με δυνατότητα μεταφοράς και απόθεσης. (και draggable item) |
draggableμεταφέρσιμος, με δυνατότητα μεταφοράς (και drag item) |
dragging and droppingμεταφορά και απόθεση |
dropαπόρριψη, απόθεση |
drop downdrop-down |
drop-downπτυσσόμενος, -η, -ο, αναπτυσσόμενος, -η, -ο, αναδυόμενος, -η, -ο, αναδιπλούμενος, -η, -ο |
dropdown |
DSNόνομα προέλευσης δεδομένων (DSN: Data Source Name) |
dueοφειλόμενος |