Friday, 19 April 2024, 9:27 AM
Site: Moodle - Open-source learning platform | Moodle.org
Course: Moodle in Greece (Greece)
Glossary: Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle

default

προεπιλογή, προεπιλεγμένος,-η,-ο, εξορισμού (τιμή), αρχική (τιμή)


delimiter

delimiter (character): οριοθέτης, χαρακτήρας οριοθέτησης, διαχωριστής, διαχωριστικός χαρακτήρας

deploy

παρατάσσω, εγκαθιστώ/ετοιμάζω για χρήση, κάνω εγκατάσταση/χρήση, εγκαθιστώ σε εξυπηρετητή ιστού, αναπτύσσω, εξαπλώνω, κάνω διαθέσιμο, εγκαθιστώ για συγκεκριμένη χρήση, εφαρμόζω αλλαγές σε λογισμικό

deprecated

παρωχημένος, αποδοκιμαζόμενος, υπό απόσυρση, ξεπερασμένος, απαρχαιούμενος, απαρχαιωμένος

dictionary

λεξικό

dictionary entry

λήμμα λεξικού


digest

σύνοψη

disable

απενεργοποιώ


discrimination

διάκριση, διάκριση (γενικά), κακή διάκριση, κακοδιάκριση, υπερδιάκριση (υπερβολική), άστοχη διάκριση (εκεί που δεν υπάρχει λόγος), έλλειψη (σωστής) διάκρισης.

discussion

συζήτηση

distinguished

διακεκριμένος

distribute

κατανέμω, διανέμω

DNS

DNS, Domain Name System (Σύστημα Ονομάτων Τομέων ή Χώρων ή Περιοχών)

dock

πλευρική ελαχιστοποίηση

domain

τομέας (διευθύνσεων Διαδικτύου)


download

λήψη, κατέβασμα

downloadable

Μπορεί να ληφθεί, που μπορεί να κατεβεί, μπορεί να κατεβαστεί, κατωφορτώσιμο, καταφορτώσιμο.

draft

προσχέδιο, πρόχειρο σχέδιο, πρόχειρο

drag

μεταφορά

drag item

μεταφέρσιμο στοιχείο, μεταφερτό στοιχείο, στοιχείο προς απόθεση, μεταφέρσιμο αντικείμενο, μεταφερτό αντικείμενο, αντικείμενο προς απόθεση, στοιχείο με δυνατότητα μεταφοράς και απόθεσης.

(και draggable item)

draggable

μεταφέρσιμος, με δυνατότητα μεταφοράς

(και drag item)

dragging and dropping

μεταφορά και απόθεση


drop

απόρριψη, απόθεση

drop down

drop-down

drop-down

πτυσσόμενος, -η, -ο, αναπτυσσόμενος, -η, -ο, αναδυόμενος, -η, -ο, αναδιπλούμενος, -η, -ο

dropdown

DSN

όνομα προέλευσης δεδομένων (DSN: Data Source Name)


due

οφειλόμενος

earn

κερδίζω


editor

επεξεργαστής, επεξεργαστής (κειμένου), συντάκτης, συντάκτης (κειμένου), διορθωτής, κειμενογράφος

effectiveness

αποτελεσματικότητα

efficiency

αποδοτικότητα


email

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο

Υπάρχουν 3 διακριτές χρήσεις:


* email message: μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

* email address: διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

* email service: υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

embedded

ενσωματωμένος (και build-in), ένθετος (και inline, και build-in, και nested)

emoji

εμότζι, ηλεκτρονικό ιδεόγραμμα, φατσούλες/emoticons/εικονίδια διάθεσης που δεν μπορούν να εισαχθούν με το πληκτρολόγιο.

emoticon

εικονίδιο διάθεσης, εικονίδιο συναισθημάτων, φατσούλα, προσωπάκι

smiley=χαμογελαστό προσωπάκι

emotion

συναίσθημα, αίσθημα

empty

κενός


enable

ενεργοποιώ


endorse

υποστηρίζω επίσημα, υποστηρίζω (επίσημα), υποστηρίζω

enter

δώστε, εισαγάγετε, εισάγετε, πληκτρολογήστε

entry

καταχώρηση


evaluate

αποτιμώ, αξιολογώ

event

γεγονός, συμβάν, προγραμματισμένο γεγονός, μελλοντικό γεγονός

evidence

αποδεικτικό

existing

υπάρχων, υφιστάμενος


expand

ανάπτυξη

expert

εμπειρογνώμων, έμπειρος, ειδικός, εξπέρ.

expire

λήγω, εκπνέω

extra credit

πριμοδότηση