Saturday, 27 April 2024, 8:15 AM
Site: Moodle - Open-source learning platform | Moodle.org
Course: Moodle in Greece (Greece)
Glossary: Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle

class

κλάση

client–server model

μοντέλο αρχιτεκτονικής λογισμικού πελάτη-διακομιστή ή πελάτη-εξυπηρετητή

cluster

συστάδα

cognitive (depth)

βάθος κατανόησης

cohort

σύνολο χρηστών, σετ χρηστών, τμήμα/σώμα στρατού, λόχος στρατού, κοόρτη (: μονάδα ρωμαϊκού στρατού αποτελούμενη από έξι εκατονταρχίες, ίση με το ένα δέκατο της λεγεώνας).

A cohort of people is a group who have something in common. Cohort is used especially when a group is being looked at as a whole for statistical purposes.

collapse

σύμπτυξη

collate

σύστημα (ταξινόμησης), τακτοποίηση (ταξινόμησης), τρόπος τακτοποίησης (συλλογής), επιλογές ταξινόμησης ή σειρά ταξινόμησης.

commit

αποδοχή, αποδοχή υποβολής, Προς αποθετήριο, εναποθέτω (στο αποθετήριο).

commit transaction

εκτέλεση συναλλαγής

committer

εγκρίνων, εγκρίνων την υποβολή, εναποθέτης (στο αποθετήριο).

competence

(ανταγωνιστική) ικανότητα

competences

(ανταγωνιστικές) ικανότητες

competencies

προσόντα

competency

προσόν

condition

συνθήκη, προϋπόθεση, όρος

configuration

ρυθμίσεις, σετ ρυθμίσεων, διαμόρφωση, διαρρύθμιση

confirmed

επιβεβαιωμένος

connect

συνδέομαι

context

πλαίσιο, πλαίσιο (συμφραζομένων), (εννοιολογικό) πλαίσιο, πλαίσιο εφαρμογής, περιβ. πλαίσιο, (περιβάλλον) πλαίσιο, (γενικότερο) πλαίσιο, περιβάλλον, συμφραζόμενα, συγκείμενα

course

μάθημα, σειρά μαθημάτων

course module

άρθρωμα μαθήματος, (δεν έχει αυτονομία)

course section

τμήμα μαθήματος

course unit

ενότητα μαθήματος, μονάδα (στοιχειώδης) μαθήματος (έχει αυτονομία).

cron

εντολή χρονοπρογραμματισμού cron.

cronjob

χρονο-προγραμματισμένη μέσω της εντολής cron εργασία.

csv

Comma Separated Values text file: μορφότυπος αρχείου κειμένου τιμών διαχωρισμένων με κόμμα

custom

προσαρμοσμένος

customised

προσαρμοσμένος

customization

προσαρμογή

Dashboard

Ταμπλό.

«Η αρχική μου», «Αρχική χρήστη»

Data Protection Officer

Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων , Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO)

datagram

αυτοδύναμο πακέτο, δεδομενόγραμμα

dataset

σύνολο δεδομένων, σετ δεδομένων

deadline

καταληκτική ημερομηνία

dictionary

λεξικό

dictionary entry

λήμμα λεξικού


disable

απενεργοποιώ


dock

πλευρική ελαχιστοποίηση

domain

τομέας (διευθύνσεων Διαδικτύου)


download

λήψη, κατέβασμα

drag

μεταφορά

draggable

μεταφέρσιμος, με δυνατότητα μεταφοράς

(και drag item)

dragging and dropping

μεταφορά και απόθεση


drop

απόρριψη, απόθεση

DSN

όνομα προέλευσης δεδομένων (DSN: Data Source Name)


earn

κερδίζω


effectiveness

αποτελεσματικότητα

efficiency

αποδοτικότητα


emoticon

εικονίδιο διάθεσης, εικονίδιο συναισθημάτων, φατσούλα, προσωπάκι

smiley=χαμογελαστό προσωπάκι

emotion

συναίσθημα, αίσθημα