insightενόραση, διόραση, πρόβλεψη, μαντεψιά, πιθανολόγηση με βάση συμπέρασμα στατιστικής ανάλυσης |
InterProcess Communication, IPCΔιαδιεργασιακή επικοινωνία |
knowledgeγνώση |
labelταμπέλα, επιγραφή, ετικέτα, λεζάντα |
launcherαυτός που εκκινεί κάτι, αυτός που ξεκινά κάτι, εκκινητής |
learning outcomesμαθησιακά αποτελέσµατα, μαθησιακές εκβάσεις |
learning planσχέδιο μάθησης (πιο συνηθισμένο), μαθησιακό πλάνο (πιο συγκεκριμένο) |
lessonδιδασκαλία, διδακτική ενότητα |
licenseάδεια, νομική άδεια, άδεια χρήσης |
likeτύπου |
linkσύνδεσμος, υπερσύνδεσμος |
list allλίστα όλων |
listingεμφάνιση λίστας, εμφάνιση σε λίστα, συμπερίληψη στον κατάλογο |
log fileκαταγραφολόγιο, αρχείο καταγραφών |
log inσύνδεση, είσοδος |
lognormalλογαριθμοκανονική |
logoutαποσύνδεση |
logsκαταγραφές |
logstoreαποθήκη καταγραφών |
loguniformλογαριθμικά ομοιόμορφη |
manuallyχειροκίνητα, με το χέρι, μη αυτόματα, χειρωνακτικά |
mapαντιστοίχιση, χάρτης,αντιστοιχίζω, χαρτογραφώ |
markμαρκάρω, σημαδεύω, βαθμολογώ, βαθμός, επισήμανση, επισημαίνω, θέτω επισήμανση, χαρακτηρίζω, σημειώνω |
memcachememcache (κρυφή μνήμη ΒΔ στη RAM), memcache (κρυφή μνήμη για βελτίωση απόκρισης βάσεων δεδομένων από ιστοσελίδες) |
memory allocationεκχώρηση μνήμης, δέσμευση μνήμης |
migrateμετεγκαθιστώ (μεταφέρω/μετατρέπω), μετατρέπω |
migrationμετεγκατάσταση (μεταφορά/μετατροπή), μετάβαση/μετατροπή (δεδομένων σε άλλο λογισμικό) [αλλά μεταβάθηκε;;-->έπαθε την μετάβαση-->του έγινε μετάβαση;] μετάβαση |
misconfiguredκακοδιαμορφωμένος, κακορυθμισμένος, κακώς ρυθμισμένος, με κακές ρυθμίσεις |
modeκατάσταση, φάση, τρόπος, κατάσταση (λειτουργίας), λειτουργία |
modifyτροποποιώ |
moduleάρθρωμα |
My homeΑρχική χρήστη, Η αρχική μου |
My home pageΑρχική σελίδα χρήστη, Η αρχική μου σελίδα |
nav drawerσυρτάρι πλοήγησης, συρόμενο μενού (πλοήγησης), πλευρικό μενού, συρταριέρα πλοήγησης |
navigationπλοήγηση |
noteλάβετε υπόψη, σημειώστε |
notes |
notification |
notifyειδοποιώ, κοινοποιώ |
OAuth 2OAuth 2 (μέθοδος εξουσιοδοτήσεων) |
onlineεντός σύνδεσης, σε σύνδεση, σε απευθείας σύνδεση, με σύνδεση, κατά τη σύνδεση, ενώ υπάρχει σύνδεση, επιγραμμικός, διαδικτυακός |
online textκείμενο σε ιστοσελίδα (σε σύνδεση) |
ordered listαριθμημένη λίστα, διατεταγμένη λίστα, ταξινομημένη λίστα, διατεταγμένος κατάλογος |
overrideπαρακάμπτω, υπερκαλύπτω, επικαλύπτω, υπερβαίνω, υπερθέτω, υπερισχύω, καταπατώ |
overriddenπαρακάμπτομαι, υπερκαλύπτομαι, έχω υπερκαλυφθεί, επικαλύπτομαι, έχει επικαλυφθεί, υπερβαίνομαι, έχει υπερτεθεί, υπερισχύομαι, καταπατούμαι/καταπατιέμαι |
ownδικού σας, ιδίου |
passedπάνω από τη βάση, επιτυχών |
pathμονοπάτι, διαδρομή |
PDOΑντικείμενα δεδομένων της PHP (PDO: PHP's Data Objects) |
permission |