resourceπόρος |
sourceπηγή |
pluggableσυνδέσιμος, βυσματούμενος, βυσματώσιμος |
format/formattingμορφότυπος/μορφοτύπηση, διαμόρφωση/φορμάρισμα, μορφοποίηση/μορφοποιώ, μορφότυπος/μορφοτυπώ |
slotυποδοχή, (μεμονωμένο) κενό, πεδίο απάντησης |
overdueεκπρόθεσμος, καθυστερημένος, ληγμένος, έχει λήξει |
mainκύριος, -α, -ο, κυρίως |
recalculateεπανυπολογίζω, επαναϋπολογίζω, επανα-υπολογίζω, βλ. re-calculate |
re-calculateεπαν-υπολογίζω, επανα-υπολογίζω, βλ. recalculate |
review (in ~)εξέταση, υπο εξέταση, υπο αξιολόγηση, εξετάζεται, υπο κρίση, κρίνεται, επανεξέταση |
επεξεργαστήςprocessor, editor |
IMS CPΠακέτο (εκπαιδευτικού) περιεχομένου της IMS |
ικανότηταability |
αθροιστικόςaccumulative |
widgetγραφικό στοιχείο, μικρό κομμάτι κώδικα, γραφικό συστατικό (λογισμικού), μικρομηχανισμός, εφαρμογίδιο, μικροεφαρμογή |
markerδιορθωτής, βαθμολογητής δείκτης θέσης, δείκτης τοποθεσίας, ταμπελάκι, ταμπελάκι επισήμανσης, στοιχείο επισήμανσης, αντικείμενο δείκτης, ενδείκτης |
predictionπρόβλεψη, πρόγνωση |
referenceαναφορά, παραπομπή |
NonCommercialΜη Εμπορική Χρήση (NC) (~ Licence: Άδεια για Μη Εμπορική Χρήση) |
NoDerivsΌχι Παράγωγα Έργα (~ Licence: Άδεια Όχι Παράγωγα Έργα) |
ShareAlikeΠαρόμοια Διανομή (~ Licence: Άδεια Παρόμοια Διανομή) |
licenceΔείτε license |
editorεπεξεργαστής, επεξεργαστής (κειμένου), συντάκτης, συντάκτης (κειμένου), διορθωτής, κειμενογράφος |
noκαθόλου, χωρίς, όχι, κανένας, καμία, κανένα |
καταχωρώregister |
καταχωρίζωallocate |
εκχωρώallocate |
scopeεμβέλεια, πεδίο εφαρμογής, πεδίο δράσης, δικαιώματα σε πόρους, σετ δικαιωμάτων σε πόρους, δικαιοδοσία, σκοπός Παράμετρος για το σετ πόρων & δικαιωμάτων που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας χρήστης που αυθεντικοποιείται με OAuth 2.0. |
purposeσκοπός, δικαιολογητικός λόγος |
σκοπόςpurpose |
webmasterδιαχειριστής ιστοτόπου. Με λίγο χιούμορ κάποτε ελπίζω να γίνουν: ιστάρχοντας, ιστοτοπάρχης. |
usernameόνομα χρήστη, όνομα λογαριασμού, χρηστώνυμο, παρωνύμιο. |
mapαντιστοίχιση, χάρτης,αντιστοιχίζω, χαρτογραφώ |
resendεπανάληψη αποστολής, επαναποστολή, επαναπροώθηση |
inactivatingκατάργηση, τερματισμός εφαρμογής, λήξη εφαρμογής, παύση ισχύος, απενεργοποίηση |
nullμηδενικού μήκους, μη ορισμένο, (τελείως) κενό |
παύλαdash [Πηγές: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=51340.0 & http://www.moto-teleterm.gr/search_gr.asp] dash -> παύλα dash {in Morse code} -> παύλα {στον κώδικα Μορς} em dash -> παύλα του εμ en dash -> παύλα του εν stroke -> διάπαυλα underscore -> υπόπαυλα, κάτω παύλα underscore character -> χαρακτήρας υπόπαυλας macron -> επίπαυλα, μακρόν upper bar -> υπέρπαυλα lower bar -> υπόπαυλα central horizontal bar jointive -> κεντρική ενωτική παύλα |
URIURI (Ενιαίο αναγνωριστικό πόρου), URI (Uniform Resource Identifier) |
overriddenπαρακάμπτομαι, υπερκαλύπτομαι, έχω υπερκαλυφθεί, επικαλύπτομαι, έχει επικαλυφθεί, υπερβαίνομαι, έχει υπερτεθεί, υπερισχύομαι, καταπατούμαι/καταπατιέμαι |
ordered listαριθμημένη λίστα, διατεταγμένη λίστα, ταξινομημένη λίστα, διατεταγμένος κατάλογος |
δεκτήaccepted |
συσσωρευμένοςaccumulated |
δραστηριότηταactivity |
επιπρόσθετοςadditional |
pluginplug-in |
plug-inadd-on |
προχωρημένοςadvanced |
πράκτοραςagent |
συναθροίζωaggregate |
συγκατάθεσηconsent, agreed |