liveζωντανά, σε πραγματικό χρόνο, live |
επόπτηςsupervisor |
supervisorεπόπτης, επιτηρητής, επιστάτης, επιβλέπων |
πλαίσιο ελέγχουcheck box |
κουτάκι επιλογήςtick box |
tick boxκουτάκι επιλογής, πλαίσιο επιλογής (πλαίσιο ελέγχου=check box) |
check boxπλαίσιο ελέγχου |
εκπαιδευόμενοςlearner |
learnerεκπαιδευόμενος, μαθητευόμενος, μαθητής |
σαρώνωscan |
scanσαρώνω, ανιχνεύω, σκανάρω, εξετάζω με τη σειρά |
citationπαραπομπή, ετεροαναφορά, βιβλιογραφική αναφορά, μνεία, μνημόνευση |
cross-referenceδιασταυρούμενη παραπομπή, διαπαραπομπή, παραπομπή, διασταυρούμενη αναφορά, δια-αναφορά |
προπαροχήprovisioning |
provisionπροπαροχή, προπαρέχω, προετοιμασία, προμήθεια, προμήθευση, έκδοση, παροχή, provisioned=προπαρεχόμενος provisioning=προπαροχή |
προτροπήprompt |
promptπροτροπή, προτρεπτικό, παρακίνηση, προτρέπω, παρακινώ. |
parseανάλυση, συντακτική ανάλυση, ανάλυση/σάρωση, προσεκτική ανάλυση |
Time ZonesΖώνες ώρας |
εκπαίδευσηeducation (παιδεία), teaching (διδασκαλία), training (κατάρτιση, προπόνηση), instruction (καθοδήγηση, οδηγίες) |
σχηματομορφήpattern |
μοτίβοpattern |
patternμοτίβο, σχηματομορφή, πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, μορφή |
σχεδιασμένοςplanned |
plannedσχεδιασμένος, προγραμματισμένος |
χρονοπρογραμματισμένοςscheduled |
scheduledχρονοπρογραμματισμένος, -η, -ο, προγραμματισμένος, -η, -ο, χρονοδρομολογημένος, -η, -ο. |
supervised learningεπιβλεπόμενη μάθηση, εποπτευόμενη μάθηση, επιτηρούμενη μάθηση |
clueένδειξη, νύξη, στοιχείο, ίχνος, υπαινιγμός, υπόδειξη |
flash cardsεκπαιδευτικές κάρτες, κάρτες διδασκαλίας, κάρτες φλας, κάρτες flash |
tertialτετράμηνο, το 1/3 του έτους. |
learning pathμαθησιακό μονοπάτι, μαθησιακή διαδρομή, μαθησιακή πορεία, γραμμή μάθησης |
breadcrumbδυναμική διαδρομή, δυναμικό μονοπάτι, γραμμή με ψίχουλα |
μονοπάτιpath |
διαδρομήroute |
routeδιαδρομή |
επίλυσηresolve |
resolveεπίλυση |
discussionσυζήτηση |
διασύνδεσηinterconnection |
interconnectionδιασύνδεση |
διεπαφήinterface |
trustκαταπίστευμα, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι |
fundταμείο, κεφάλαιο |
ακατάλληλοςimproper |
properκατάλληλος |
improperακατάλληλος |
ανάρμοστοςinappropriate |
inappropriateανάρμοστος, απρεπής, ακατάλληλος |
unexpectedμη αναμενόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχος |