parameter(η) παράμετρος |
containerπεριέκτης, κοντέινερ |
ODBCODBC, Open Database Connectivity: Ανοιχτή Συνδεσιμότητα Βάσεων Δεδομένων |
clientλογισμικό πελάτης, πελάτης λογισμικού |
offlineεκτός σύνδεσης, χωρίς σύνδεση, δίχως σύνδεση, αποσυνδεδεμένος, χωρίς απευθείας σύνδεση, άνευ σύνδεσης, απογραμμικά, μη επιγραμμικά |
messagingανταλλαγή μηνυμάτων, μηνύματα |
activateδραστηριοποίηση, δραστηριοποίησε |
activeσε δράση, εν δράσει, ενεργός(-ή,-ό), ενεργοποιημένος |
learning analyticsμαθησιακή αναλυτική, μαθησιακές αναλύσεις |
questionερώτηση |
scoreσκορ, βαθμός, βαθμολογία σκοράρω, παίρνω βαθμό, πετυχαίνω βαθμολογία |
masteryαριστοτεχνία |
timelineχρονολόγιο, χρονογραμμή, ιστορικό, ιστορικό αλλαγών, χρονοδιάγραμμα |
cource overviewεπισκόπηση μαθημάτων, επισκόπηση μαθήματος |
endorseυποστηρίζω επίσημα, υποστηρίζω (επίσημα), υποστηρίζω |
MUCMoodle Unified Cache (ενοποιημένη κρυφή μνήμη του Moodle) |
starredμε αστερίσκο, με αστέρι |
starεπισημαίνω με αστερίσκο, επισημαίνω με αστέρι, δίνω αστέρι |
group messageομαδικό μήνυμα, μήνυμα ομάδας |
decimal pointυποδιαστολή, κόμμα |
decimal pointsδεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις The term "decimal point" properly refers only to those signs marking the boundary between integer and decimal numbers with a point. For convenience, it is also used to speak of marks serving a similar function in other cultures. The use of "decimal point" to mean "one of the digits in the fractional part of a decimal" is, however, typically taken to be mistaken. [from en.wiktionary decimal point] |
decimal placesδεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις, δεκαδικά |
connected learningσυνδεδεµένη µάθηση connected way of learning: συνδεδεμένος τρόπος μάθησης |
separate learningμεμονωμένη μάθηση separate way of learning: μεμονωμένος τρόπος μάθησης |
answerαπάντηση, απόκριση |
responseαπόκριση, απάντηση |
credentialsδιαπιστευτήρια |
delimiterdelimiter (character): οριοθέτης, χαρακτήρας οριοθέτησης, διαχωριστής, διαχωριστικός χαρακτήρας |
self enrolmentαυτο-εγγραφή |
distinguishedδιακεκριμένος |
build-in |
paddingεσ.περιθώριο, εσωτερικό περιθώριο, μαξιλαράκι, συμπλήρωμα, γέμισμα, εσωτερική επένδυση, υπόθεμα π.χ. cell padding: εσωτερικό περιθώριο κελιού (μεταξύ περιγράμματος και περιεχομένου/δεδομένων) |
bindδέσμευση, δεσμεύω, πρόσδεση, προσδένω, διάδεση, διαδένω, σύνδεση, συνδέω |
embedded |
inline |
nestεμφωλεύω, φωλιάζω |
toolbarγραμμή εργαλείων |
retentionδιατήρηση, αποθήκευση |
overviewεπισκόπηση |
obsoleteαπαρχαιωμένος |
deprecatedπαρωχημένος, αποδοκιμαζόμενος, υπό απόσυρση, ξεπερασμένος, απαρχαιούμενος, απαρχαιωμένος |
cachestoreαποθήκευση κρυφής μνήμης (cachestore) |
serializerσειριοποιητής |
seedσπόρος (πλήρες αντίγραφο προς λήψη), σπόρος, πλήρες αντίγραφο |
rotatingεκ περιτροπής, περιστρεφόμενος |
hash (digest)hash (digest) ==> σύνοψη (κατατεμαχισμού) hash = κατατεμαχισμός, συνάρτηση κατατεμαχισμού, το αποτέλεσμα της συνάρτησης κατατεμαχισμού. digest = σύνοψη hash digest = σύνοψη κατατεμαχισμού, το αποτέλεσμα της συνάρτησης κατατεμαχισμού |
overheadέξτρα φόρτος, επιπλέον φόρτος, επιβάρυνση, επίφορτος |
APCAlternative PHP Cache (Εναλλακτική κρυφή μνήμη PHP) (a framework that caches the output of the PHP bytecode compiler in shared memory) |
tag cloudσύννεφο ετικετών |
trimπερικοπή, περικόπτω |