Saturday, 20 April 2024, 3:39 AM
Site: Moodle - Open-source learning platform | Moodle.org
Course: Moodle in Greece (Greece)
Glossary: Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle

parameter

(η) παράμετρος

container

περιέκτης, κοντέινερ

ODBC

ODBC, Open Database Connectivity: Ανοιχτή Συνδεσιμότητα Βάσεων Δεδομένων

client

λογισμικό πελάτης, πελάτης λογισμικού

offline

εκτός σύνδεσης, χωρίς σύνδεση, δίχως σύνδεση, αποσυνδεδεμένος, χωρίς απευθείας σύνδεση, άνευ σύνδεσης, απογραμμικά, μη επιγραμμικά

messaging

ανταλλαγή μηνυμάτων, μηνύματα

activate

δραστηριοποίηση, δραστηριοποίησε

active

σε δράση, εν δράσει, ενεργός(-ή,-ό), ενεργοποιημένος

learning analytics

μαθησιακή αναλυτική, μαθησιακές αναλύσεις

question

ερώτηση

score

σκορ, βαθμός, βαθμολογία

σκοράρω, παίρνω βαθμό, πετυχαίνω βαθμολογία

mastery

αριστοτεχνία

timeline

χρονολόγιο, χρονογραμμή, ιστορικό, ιστορικό αλλαγών, χρονοδιάγραμμα

cource overview

επισκόπηση μαθημάτων, επισκόπηση μαθήματος

endorse

υποστηρίζω επίσημα, υποστηρίζω (επίσημα), υποστηρίζω

MUC

Moodle Unified Cache (ενοποιημένη κρυφή μνήμη του Moodle)

starred

με αστερίσκο, με αστέρι

star

επισημαίνω με αστερίσκο, επισημαίνω με αστέρι, δίνω αστέρι

group message

ομαδικό μήνυμα, μήνυμα ομάδας


decimal point

υποδιαστολή, κόμμα

decimal points

δεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις


The term "decimal point" properly refers only to those signs marking the boundary between integer and decimal numbers with a point. For convenience, it is also used to speak of marks serving a similar function in other cultures. The use of "decimal point" to mean "one of the digits in the fractional part of a decimal" is, however, typically taken to be mistaken. [from en.wiktionary decimal point]


decimal places

δεκαδικά ψηφία, δεκαδικές θέσεις, δεκαδικά

connected learning

συνδεδεµένη µάθηση

connected way of learning: συνδεδεμένος τρόπος μάθησης


separate learning

μεμονωμένη μάθηση

separate way of learning: μεμονωμένος τρόπος μάθησης

answer

απάντηση, απόκριση

response

απόκριση, απάντηση

credentials

διαπιστευτήρια

delimiter

delimiter (character): οριοθέτης, χαρακτήρας οριοθέτησης, διαχωριστής, διαχωριστικός χαρακτήρας

self enrolment

αυτο-εγγραφή

distinguished

διακεκριμένος

build-in

ενσωματωμένος (και embedded), ένθετος (και inline, και embedded, και nested)

padding

εσ.περιθώριο, εσωτερικό περιθώριο, μαξιλαράκι, συμπλήρωμα, γέμισμα, εσωτερική επένδυση, υπόθεμα

π.χ. cell padding: εσωτερικό περιθώριο κελιού (μεταξύ περιγράμματος και περιεχομένου/δεδομένων)

bind

δέσμευση, δεσμεύω, πρόσδεση, προσδένω, διάδεση, διαδένω, σύνδεση, συνδέω

embedded

ενσωματωμένος (και build-in), ένθετος (και inline, και build-in, και nested)

inline

στη γραμμή, σε γραμμή, στη σειρά, σε σειρά, στην ίδια γραμμή, στις ίδιες γραμμές, εντός γραμμής, εμβόλιμος, ένθετος  (και embedded, και build-in, και nested)

nest

εμφωλεύω, φωλιάζω

toolbar

γραμμή εργαλείων

retention

διατήρηση, αποθήκευση

overview

επισκόπηση

obsolete

απαρχαιωμένος

deprecated

παρωχημένος, αποδοκιμαζόμενος, υπό απόσυρση, ξεπερασμένος, απαρχαιούμενος, απαρχαιωμένος

cachestore

αποθήκευση κρυφής μνήμης (cachestore)

serializer

σειριοποιητής

seed

σπόρος (πλήρες αντίγραφο προς λήψη), σπόρος, πλήρες αντίγραφο

rotating

εκ περιτροπής, περιστρεφόμενος

hash (digest)

hash (digest) ==> σύνοψη (κατατεμαχισμού)

hash = κατατεμαχισμός, συνάρτηση  κατατεμαχισμού, το αποτέλεσμα της συνάρτησης κατατεμαχισμού.

digest = σύνοψη

hash digest = σύνοψη κατατεμαχισμού, το αποτέλεσμα της συνάρτησης κατατεμαχισμού

overhead

έξτρα φόρτος, επιπλέον φόρτος, επιβάρυνση, επίφορτος

APC

Alternative PHP Cache (Εναλλακτική κρυφή μνήμη PHP) (a framework that caches the output of the PHP bytecode compiler in shared memory)

tag cloud

σύννεφο ετικετών

trim

περικοπή, περικόπτω