Saturday, 27 April 2024, 3:24 AM
Site: Moodle - Open-source learning platform | Moodle.org
Course: Moodle in Greece (Greece)
Glossary: Γλωσσάριο Αγγλικών & Ελληνικών Όρων του Moodle

παρωχημένο

deprecated

outdated

ξεπερασμένος, μη ενημερωμένος

προεπιλογή

default

προσαρμοσμένο

custom, customised

διαπιστευτήρια

credentials

τμήμα

section

μάθημα

course

επισκόπηση

overview

ρυθμίσεις

settings, configuration

διαμόρφωση

configuration

προσόν

competency

περιηγητής

browser

σελιδοδείκτης

bookmark

μπλοκ

block

ιστολόγιο

blog

δέσμη

batch

κονκάρδα

badge

αναπτυσσόμενο

drop-down

συντάκτης

editor

αναδυόμενο

pop-up

διακριτικό

badge

εφεδρικό αντίγραφo

backup copy

αντίγραφο ασφαλείας

backup copy

υπόβαθρο

background

διαθέσιμο

available

ιδιοχαρακτηριστικό

attribute

απόπειρα

attempt

προσπάθεια

attempt

συνημμένα

attachments

συσχετίζω

associate

απόκριση

response

απάντηση

answer, reply, response

ανακοίνωση

announcement

επισημειώνω

annotate

συναθροίζω

aggregate

πράκτορας

agent

προχωρημένος

advanced

plug-in

add-on

addon

add-on

επιπρόσθετος

additional

δραστηριότητα

activity

συσσωρευμένος

accumulated

δεκτή

accepted

drop down

drop-down

dropdown

greylisted

υπό κατάργηση, γκριζαρισμένη 

greyed-out

σκιασμένο 

tick

τικάρω, τικάρισμα, τσεκάρω (check;), τσεκάρισμα, επιλέγω (πλαίσιο επιλογής), (βάζω) σημαδάκι (αποδοχής).

URI

URI (Ενιαίο αναγνωριστικό πόρου), URI (Uniform Resource Identifier)

παύλα

dash

[Πηγές: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=51340.0 & http://www.moto-teleterm.gr/search_gr.asp]

dash  ->  παύλα

dash {in Morse code}  ->  παύλα {στον κώδικα Μορς}

em dash  ->  παύλα του εμ

en dash  ->  παύλα του εν

stroke  ->  διάπαυλα

underscore  ->  υπόπαυλα, κάτω παύλα

underscore character  ->  χαρακτήρας υπόπαυλας

macron  ->  επίπαυλα, μακρόν

upper bar  ->  υπέρπαυλα

lower bar  ->  υπόπαυλα

central horizontal bar jointive    ->  κεντρική ενωτική παύλα